- μεσοχώρα
- η , μεσοχώρι τό1) село, расположенное в глубине континента (не прибрежное); 2) средняя часть горного селения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Μεσοχώρα — Sp Mesochorà Ap Μεσοχώρα/Mesochora L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Μεσοχώρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 415 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, ανάμεσα στις κορυφές Αυγό και Μύτικας της Νότιας Πίνδου, 73 χλμ. ΝΔ των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυδναίων … Dictionary of Greek
μεσόχωρα — μεσόχωρος midland neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Mesochora — Μεσοχώρα Location … Wikipedia
Mesochora — Sp Mesochorà Ap Μεσοχώρα/Mesochora L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė